-
1 bayağılaşma
ευτέλεια, εκχυδαϊσμός -
2 ничтожность
ничтож||ностьж1. ἡ μηδαμι-νότητα, ἡ ἀσημότης, ἡ εὐτέλεια·2. см. ничтожество. -
3 worthlessness
noun ευτέλεια -
4 мелкота
-ы θ.1. μικρότητα, λεπτότητα•мелкота букв το μικρό σχήμα των γραμμάτων.
2. μτφ. μηδαμινότητα, ευτέλεια. || αθρσ. τα μικρά, οι μικροί•все взрослые на работе, дома осталось только мелкота όλοι οι μεγάλοι στη δουλειά, στο σπίτι έμειναν μόνο τα μικρά.
-
5 мелочность
-и θ.μικρότητα, μικροπρέπεια, ευτέλεια. -
6 непорядочность
-и θ.αναξιοπρέπεια•.αγένεια, ευτέλεια.. -
7 низменность
-и θ.1. βαθύπεδο.2. μτφ. χαμέρπεια, ποταπότητα, ευτέλεια, ελεεινότητα• προστυχιά•низменность желаний χαμαιζηλία•
низменность мыслей η ελεεινότητα των σκέψεων.
-
8 пошлость
-и θ.προστυχιά, ευτέλεια, ελεεινότητα, ποταπότητα. -
9 тряпичность
-и θ.ευτέλεια, ποταπότητα. || ελεεινότητα, αθλιότητα χαρακτήρα. -
10 унизительность
-и θ.ταπεινότητα• ευτέλεια• προσβλητικότητα. -
11 Cheapness
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cheapness
-
12 Economy
subs.Management of a household: P. οἰκονομία, ἡ, ἡ οἰκονομική.Frugality: Ar. and P. φειδωλία, ἡ.Cheapness: Ar. and P. εὐτέλεια, ἡ.Retrenching generally with a view to economy: P. τὰ ἄλλα συστελλόμενοι εἰς εὐτέλειαν (Thuc. 8, 4).Political economy: use P. ἡ πολιτική.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Economy
-
13 Inexpensiveness
subs.Ar. and P. εὐτέλεια, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Inexpensiveness
-
14 Retrenchment
subs.Economy: Ar. and P. εὐτέλεια, ἡ.Frugality: Ar. and P. φειδωλία, ἡ.To make some retrenchment in government expenses: P. τῶν κατὰ τὴν πόλιν τι εἰς εὐτέλειαν σωφρονίσαι (Thuc. 8, 1).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Retrenchment
-
15 ucuzluk
φτήνια, (degersizlik) ευτέλεια -
16 baseness
1) ευτέλεια2) προστυχιά
См. также в других словарях:
εὐτελείᾳ — εὐτελείᾱͅ , εὐτέλεια having little to pay fem dat sg (attic doric aeolic) εὐτελείᾱͅ , εὐτέλεια having little to pay fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτέλεια — having little to pay fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτέλεια — η (ΑΜ εὐτέλεια, Α και ιων. τ. εὐτελίη) [ευτελής] 1. το να είναι κάτι φθηνό, η φθήνια, η χαμηλή τιμή 2. χυδαιότητα, προστυχιά, ποταπότητα, μικροπρέπεια, μικρότητα («ευτέλεια συμπεριφοράς, χαρακτήρα» κ.λπ.) μσν. 1. περιφρόνηση, καταφρόνηση 2. (με… … Dictionary of Greek
ευτέλεια — η 1. μικρή αξία, κατώτερη ποιότητα. 2. μτφ., μικροπρέπεια, χυδαιότητα: Ευτέλεια χαρακτήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐτελείας — εὐτελείᾱς , εὐτέλεια having little to pay fem acc pl εὐτελείᾱς , εὐτέλεια having little to pay fem gen sg (attic doric aeolic) εὐτελείᾱς , εὐτέλεια having little to pay fem acc pl (ionic) εὐτελείᾱς , εὐτέλεια having little to pay fem gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελείαι — εὐτελείᾱͅ , εὐτέλεια having little to pay fem dat sg (attic doric aeolic) εὐτελείᾱͅ , εὐτέλεια having little to pay fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελείαις — εὐτέλεια having little to pay fem dat pl εὐτέλεια having little to pay fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελείῃ — εὐτέλεια having little to pay fem dat sg (epic ionic) εὐτέλεια having little to pay fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηὑτέλεια — εὐτέλεια , εὐτέλεια having little to pay fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελείην — εὐτέλεια having little to pay fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελίη — εὐτέλεια having little to pay fem nom/voc sg (epic ionic) εὐτελίη having little to pay fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)